- ουρανισμός
- [уманизмос] ουσ. а. гуманизм, человеколюбие,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ουρανισμός — ο (ψυχιατρ.) παθητική ομοφυλοφιλία, ιδίως ανδρική, η οποία εκδηλώνεται με μίμηση τής συμπεριφοράς τού άλλου φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranisme < γερμ. Uranismus < Ουρανία (Αφροδίτη)] … Dictionary of Greek
ουρανιστής — ο (ψυχιατρ.) αυτός που πάσχει από ουρανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uraniste (< uranisme, βλ. λ. ουρανισμός)] … Dictionary of Greek